- ζωοδότα
- ζωοδότᾱ , ζωοδότηςmasc nom/voc/acc dualζωοδότηςmasc voc sgζωοδότᾱ , ζωοδότηςmasc gen sg (doric aeolic)ζωοδότηςmasc nom sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ζωοδόται — ζωοδότης masc nom/voc pl ζωοδότᾱͅ , ζωοδότης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)